- κακοπάθεια
- -ας + ἡ N 1 0-0-1-0-3=4 Mal 1,13; 2 Mc 2,26.27; 4 Mc 9,8misery Mal 1,13; laborious toil, painful labour 2 Mc 2,26; endurance, sufferings 4 Mc 9,8Cf. SPICQ 1978a, 394; WALTERS 1973, 45
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κακοπαθεία — κακοπαθείᾱ , κακοπάθεια distress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείᾳ — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — distress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek
κακοπάθεια — η κακουχία, ταλαιπωρία: Πολλά παιδιά αρρωσταίνουν από τις κακοπάθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπαθείας — κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem acc pl κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαι — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθειῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαις — κακοπάθεια distress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείης — κακοπάθεια distress fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθιῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl κακοπαθία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)